αλλοκοτιά

αλλοκοτιά
η
1) странность, необычность; чудаковатость; 2) причуда, прихоть; чудачество, сумасбродство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλλοκοτιά" в других словарях:

  • ἀλλοκοτία — ἀλλοκοτίᾱ , ἀλλοκοτία absurdity fem nom/voc/acc dual ἀλλοκοτίᾱ , ἀλλοκοτία absurdity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοκοτιά — η (Α ἀλλοκοτία) [ἀλλόκοτος] παραδοξότητα, ιδιορρυθμία, ιδιοτροπία νεοελλ. 1. παραδοξολογία 2. παραλογισμός, εξωφρενικότητα …   Dictionary of Greek

  • αλλοκοτιά — η ιδιοτροπία, παραξενιά: Τι αλλοκοτιά είναι αυτή η δική σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλλοκοτίαν — ἀλλοκοτίᾱν , ἀλλοκοτία absurdity fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλόκοτος — η, ο (Α ἀλλόκοτος, ον) ο ασυνήθιστος στη μορφή ή τη φύση, παράδοξος, τερατώδης αρχ. φρ. «ἀλλόκοτον ὄνομα», παράδοξη, ασυνήθιστη λέξη «ἀλλόκοτον πράγμα», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό πράγμα, φοβερή υπόθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + κότος «οργή, έχθρα,… …   Dictionary of Greek

  • καινοφανής — ές (Μ καινοφανής, ές) αυτός που εμφανίζεται πρόσφατα ή για πρώτη φορά, νεοφανής, πρωτοφανής, πρωτότυπος («καινοφανής αστέρας») νεοελλ. 1. μτφ. πρωτάκουστος, ανήκουστος, παράδοξος, αλλόκοτος 2. το ουδ. ως ουσ. το καινοφανές το ασυνήθιστο, η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»